Ο Σακχαρώδης Διαβήτης χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, (αλλά και των λιπών και των πρωτεϊνών), που οφείλεται σε μειονεκτικότητα της έκκρισης ή της δράσης της ινσουλίνης ή σε συνδυασμό τους. Αυτό συνεπάγεται απόλυτη ή σχετική έλλειψη της ινσουλίνης.
Η πρώτη συστηματική περιγραφή του διαβήτη στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία έγινε από τον Αρεταίο Καππαδόκη (1ος -2ος αι. μ.Χ.), ο οποίος ονόμασε έτσι τη νόσο από το ρήμα διαβαίνω, γιατί μεγάλη ποσότητα ούρων συνεχώς διαβαίνει από τα νεφρά. Μάλιστα είχε περιγράψει και τα συμπτώματα της νόσου «πολυουρία, πολυδιψία, πολυποσία».
Ο διαβήτης Τύπου 1 (νεανικός ινσουλινοεξαρτώμενος) είναι είτε αυτοάνοσης αιτιολογίας (πιο συχνά) ή ιδιοπαθής. Η καταστροφή των β-κυττάρων συνεπάγεται πλήρη έλλειψη ινσουλίνης και απαιτείται εξωγενής χορήγησή της. Ο διαβήτης Τύπου 2 (μη ινσουλινοεξαρτώμενος) δεν αφορά μια ομοιογενή ομάδα. Ποικίλλει από άτομα με αντίσταση στην ινσουλίνη που εμφανίζουν σχετική έλλειψή της μέχρι άτομα με κατεξοχήν διαταραχή της έκκρισης ινσουλίνης με μικρότερη αντίσταση σε αυτή. Ο διαβήτης της κύησης υπάρχει όταν τότε γίνεται η πρώτη διάγνωση οποιουδήποτε βαθμού διαταραχής στην ανοχή της γλυκόζης. Τέλος υπάρχουν και άλλοι ειδικοί τύποι διαβήτη (π.χ. MODY, οφειλόμενος σε φάρμακα, σε ενδοκρινοπάθειες, σε λοιμώξεις κ.α.).
5 πράγματα που ίσως δεν ξέρετε για το ΣΔ:
- Η επίπτωση του ΣΔ τύπου 1 κυμαίνεται από 5-35 νέες περιπτώσεις το χρόνο και κάνει δύο αιχμές , αφενός κατά την προσχολική ηλικία και αφετέρου κατά την ήβη.
- Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες φαίνεται ότι παίζουν πιο σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση ΣΔ τύπου 1 από την κληρονομικότητα. Αντίθετα ο ΣΔ τύπου 2 εμφανίζει ισχυρότερη κληρονομική προδιάθεση από το διαβήτη τύπου 1.
- Προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση ΣΔ τύπου 2 είναι η κληρονομικότητα, η ηλικία, η παχυσαρκία και η έλλειψη άσκησης.
- Οι κύριες επιπλοκές του ΣΔ είναι η θρόμβωση μεγάλων αγγείων, η προσβολή των πολύ μικρών αγγείων και η διαβητική νευροπάθεια.
- Οι ασθενείς με ΣΔ είναι ευαίσθητοι σε λοιμώξεις (κυρίως ουρολοιμώξεις, λοιμώξεις του δέρματος αλλά και της στοματικής κοιλότητας).
Διατροφή και ΣΔ:
Στόχος της διαιτητικής παρέμβασης είναι η διατήρηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα μέσα στα φυσιολογικά όρια, γιατί έτσι μειώνεται ο κίνδυνος των επιπλοκών της νόσου. Σαφώς επιδιώκεται επαρκής θρέψη με παράλληλη διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους. Τέλος είναι σημαντικό να προλαμβάνονται οι υπογλυκαιμίες και να διατηρούνται χαμηλά τα επίπεδα λιπιδίων στο αίμα.
Συστήνονται:
- 3 γεύματα κύρια και 3 ενδιάμεσα καθημερινά. Το πιο σημαντικό γεύμα μάλιστα θεωρείται το πριν από τον ύπνο.
- Δίνεται έμφαση στην κατανάλωση σύνθετων υδατανθράκων, που απορροφούνται πιο αργά διαταράσσουν λιγότερο τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
- Οι σύνθετοι υδατάνθρακες που είναι φυτικής προέλευσης λέγονται άμυλο και ίνες, και βρίσκονται σε δημητριακά, λαχανικά, ψωμιά, όσπρια και σπόρους.
- Αυξημένη κατανάλωση φυτικών ινών (20-30 γρ/ημέρα), κυρίως διαλυτών στο νερό, που μειώνουν τα λιπίδια στο αίμα.
- 1-2 φορές την εβδομάδα κατανάλωση ψαριών πλούσια σε λίπος και 1-2 φορές την εβδομάδα όσπρια, σε μια προσπάθεια προφύλαξης από τη στεφανιαία νόσο.
- Ελαχιστοποίηση του κορεσμένου λίπους στην καθημερινή διατροφή, που ερμηνεύεται ως αποφυγή του κρέατος στο εβδομαδιαίο μενού.
- Κύρια πηγή λίπους στη διατροφή να είναι το ελαιόλαδο (πλούσιο σε μονοακόρεστα λιπαρά).
- Προσοχή στη λήψη αλκοολούχων ποτών γιατί κάνουν υπογλυκαιμίες. Αυτό σημαίνει πως άτομα με ΣΔ δεν πρέπει να πίνουν με κενό στομάχι.
- Εκπαίδευση των ασθενών σε τρόφιμα που περιέχουν υδατάνθρακες προκειμένου να γνωρίζουν την πρόσληψη και πώς αυτή επηρεάζει το σάκχαρό τους.
- Απώλεια βάρους σε ασθενείς με αυξημένο ΔΜΣ (Δείκτη Μάζας Σώματος). Σε αυτούς τους ασθενείς είναι δόκιμη και η χρήση γλυκαντικών (ασπαρτάμη, στέβια κ.α.) που περιέχουν λιγότερες θερμίδες ενώ έχουν γλυκιά γεύση.
- Περιορισμός της κατανάλωσης αλατιού σε ασθενείς με διαβήτη και υπέρταση.
- Η αύξηση των επιπέδων σωματικής δραστηριότητας σε όλες τις ηλικιακές ομάδες (τουλάχιστον 30 λεπτά τις περισσότερες μέρες τις εβδομάδας).
Βιβλιογραφία:
Λασκαράτος Ι. «Ιστορία Ιατρικής», Αθήνα, 2003, Εκδόσεις Πασχαλίδη
ΔΕΠ. «Παθολογία», Αθήνα, 2002, Εκδόσεις Πασχαλίδη